Η Megan Fox ως πόρνη στην Αγρια Δύση από την ταινία Jonah Hex
Οι "καταφερτζούδες" πόρνες!
Ένα νέο βιβλίο του Thaddeus Russell, με τίτλο «Renegade History of the United States», εξιστορεί πως οι πόρνες στην Αμερική και ειδικότερα στη Δύση κέρδισαν από μόνες τους όλες εκείνες τις ελευθερίες που ήταν απαγορευμένες για τις γυναίκες και σήμερα είναι κατοχυρωμένες.
Τον 19ο αιώνα, η γυναίκα η οποία κατείχε περιουσία, είχε μεγάλο μισθό, είχε σεξουαλικές σχέσεις ενώ δεν ήταν παντρεμένη, έπαιρνε προφυλάξεις για να αποφύγει την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, έκανε ή της έκαναν στοματικό σεξ, ερχόταν σε επαφή με άνδρες από άλλες φυλές, χόρευε, έπινε, ή περπατούσε μόνη της δημόσια, φορούσε makeup, αρώματα, ή ντυνόταν με τις επιταγές της μόδας (χωρίς να ντρέπεται), ενδεχομένως ήταν πόρνη.
Στην πραγματικότητα, οι πόρνες κέρδισαν ουσιαστικά όλες τις ελευθερίες οι οποίες ήταν απαγορευμένες για τις άλλες γυναίκες και τις οποίες τώρα έχουν κατακτήσει. Οι πόρνες ήταν απόλυτα επιτυχημένες στις πόλεις της Αγριας Δύσης, όπου βασίλευαν οι παράνομοι.
Τη στιγμή που στις γυναίκες ήταν αδιανόητα να απασχοληθούν σε κάποιες δουλειές και ως σύζυγοι δεν είχαν κανένα νόμιμο δικαίωμα στην περιουσία, οι Μαντάμ της Δύσης κατείχαν μεγάλα κομμάτια γης και έβγαζαν κέρδη από το Με τον καιρό οι πόρνες έγιναν οι πλέον υψηλόμισθες γυναίκες της Αμερικής.
Αρκετές Μαντάμ ήταν τόσο πλούσιες, ώστε ίδρυσαν επιχειρήσεις και χρηματοδότησαν σχέδια για κτίρια, τα οποία άνοιξαν το δρόμο για τη Νέα Δύση. Δεκαετίες πριν οι Αμερικάνοι επιχειρηματίες προφέρουν ασφάλεια για περίθαλψη στους υπαλλήλους τους, οι μαντάμ σε όλη τη Δύση παρείχαν στις εργαζόμενες δωρεάν ιατρική περίθαλψη.
Ενώ οι γυναίκες μεγάλωναν μαθαίνοντας ότι είναι ανίσχυρες να προστατευθούν από τη βία, ή ότι αυτό δεν ήταν δική τους δουλειά και ότι δεν μπορούσαν να έχουν νομική προστασία όταν βιάζονταν από τους άνδρες τους, οι μαντάμ προσλάμβαναν αστυνομικούς για να προστατεύσουν τα κορίτσια τους, ενώ πολλές από αυτές κατείχαν και ήξεραν να χρησιμοποιούν όπλα.
H Κλαούντια Καρντινάλε έπαιξε το ρόλο μιάς διάσημης πόρνης που αποσύρεται από το επάγγελμα στο κορυφαίο western "Once upon a time in the west"
Τη στιγμή που η φεμινίστριες αγωνιζόντουσαν για να απελευθερώσουν τις γυναίκες από τη σκλαβιά ενός πατριαρχικού γάμου, οι πόρνες παντρεύονταν σε μεγαλύτερη ηλικία και χώριζαν πολύ πιο συχνά απ’ ότι άλλες γυναίκες. Σε μία εποχή κατά την οποία ο έλεγχος των γεννήσεων ήταν απαγορευμένος, οι πόρνες ανέπτυξαν μία ολόκληρη αγορά με αντισυλληπτικά, η οποία οδήγησε στην ευρύτατη παραγωγή και διάδοσή τους.
Ενώ οι γυναίκες διδάσκονταν ότι ανήκουν μόνο στην περιοχή του άντρα τους, οι πόρνες ταξίδευαν όπου ήθελαν, συχνά μόνες τους και θεωρούνταν «δημόσιες γυναίκες». Πολύ πριν επιτραπεί στις γυναίκες να χορεύουν δημόσια, οι πόρνες επινόησαν αρκετά από τα βήματα τα οποία έδωσαν τους διάσημους χορούς στο ντελίριο της δεκαετίας του 1910 και του 1920.
Οταν ο τζόγος και το να πίνει δημόσια μία γυναίκα ήταν απαγορευμένα για τις γυναίκες οι πόρνες ήταν θαμώνες στα σαλούν της Δύσης και μερικές από αυτές έγιναν διάσημες τζογαδόροι σε όλη την επικράτεια. Και η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι το makeup, τα ρούχα και το χτένισμα που είχαν οι πόρνες, οι οποίες ήταν δακτυλοδεικτούμενες για την ελευθεριότητα στην σεξουαλικότητά τους (το κραγιόν ήταν συνώνυμο της πουτανιάς), στην πορεία εξελίχθηκαν στα πιο μοδάτα «αξεσουάρ» για τις Αμερικανίδες, ενώ τώρα είναι τόσο αποδεκτά που τα φορούν μέχρι και οι Πρώτες Κυρίες της χώρας.
Οι γυναίκες οι οποίες ήθελαν να δραπετεύσουν από την αυστηρότητα της Αμερικής στη Βικτοριανή εποχή, δεν θα μπορούσαν να βρουν ιδανικότερο μέρος από αυτές τις πόλεις, τις λεγόμενες παραμεθόριες, όπου μία ιδιαίτερη οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη βοήθησε ώστε αυτές οι «αντάρτισσες» να αποκτήσουν αρκετά ασυνήθιστα για την εποχή πλεονεκτήματα.
Μεταξύ 1870 και 1900, οι φάρμες στις Ηνωμένες Πολιτείες διπλασιάστηκαν και περισσότερη γη άρχισε να καλλιεργείται απ’ ότι τους προηγούμενους 2,5 αιώνες. Η περισσότερο καλλιεργούμενη γη ήταν στις Μεγάλες Πεδιάδες και στο Νότο.
Επιπροσθέτως, άλλες βιομηχανικές δραστηριότητες αναπτύχθηκαν ραγδαία στη Δύση, κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα.Οι μεγαλύτερες από αυτές ήταν μεταλλουργία και λιθάνθρακας στην California, και σε μερικές περιοχές Νοτιοδυτικά. Βοοειδή στις Μεγάλες Πεδιάδες, ξυλεία στα βορειοδυτικά του Ειρηνικού, μεγάλες αγροτικές καλλιέργειες φρούτων και λαχανικών στις κοιλάδες της California και εξόρυξη πετρελαίου στο της Oklahoma, και στη Νότια California.
Για να συνδεθούν μεταξύ τους οι αλυσίδες παραγωγής αλλά και με την Ανατολή όπως και για να βρουν διέξοδο στην ευρωπαϊκή αγορά, κατασκευάστηκε μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα δίκτυο σιδηροδρόμων το οποίο διαπερνούσε τη Δύση. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνεισέφερε σε αυτό το μεγαλόπνοο έργο ανάπτυξης με τεράστια χρηματικά ποσά για να κτιστούν υποδομές όπως, ο μεγάλος εμπορευματικός σιδηρόδρομος, ο οποίος συνέδεε τον Ειρηνικό ωκεανό με τον ποταμό Missouri, μεγάλοι δρόμοι, φράγματα, τεράστια αρδευτικά συστήματα, χωρίς τα οποία η Δύση δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί.
Πόλεις χτίστηκαν πραγματικά μέσα σε μια νύχτα στα βουνά, όπου ανακαλύφθηκαν πολύτιμα μέταλλα, σε έρημους δίπλα σε πετρελαιοπηγές, κατά μήλος στις φάτμες εκτροφής βοοειδών, γύρω από σιδηροδρομικούς σταθμούς, κοντά στα εργοστάσια ξυλείας και τα υλοτομημένα δάση. Κάποιες αναπτυσσόμενες πόλεις άρχισαν να εμφανίζονται στις παρυφές των αστικών περιοχών του San Francisco, του Los Angeles, του Denver και του and Seattle.
Οι άνθρωποι που κατοίκησαν αυτές τις περιοχές ήταν στην πλειονότητά τους άνδρες, καθώς η δουλειά που διετίθετο ήταν σκληρή, σωματικώς επαχθής και γενικώς, παγκοσμίως, εθεωρείτο δουλειά για άνδρες. Ο μη ινδιάνικος αρσενικός πληθυσμός στην California το 1850 ήταν 93%. Μία απογραφή η οποία συμπεριελάμβανε και τις μικρότερες πόλεις στο Comstock Silver Lode στη Nevada, κατέγραψε 2.036 άνδρες και 30 γυναίκες.
Αυτοί ήταν άνδρες χωρίς οικογένειες, χωρίς γη, χωρίς περιουσία και γενικώς δεν είχαν τίτλους ιδιοκτησίας σε καμία πολιτεία. Γύριζαν από πόλη σε πόλη αναζητώντας χρήματα. Και καθώς οι περισσότερες πόλεις στις οποίες ζούσαν ήταν ολοκαίνουργες, οι νόμοι ήταν συνήθως χαλαροί. Λόγω αυτής της κατάστασης οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί ήταν οι κακοί.
Οι ενδιαφερόμενοι για την ηθική των Αμερικανών κατά τον 19ο αιώνα είχαν έναν καλό λόγο να ανησυχούν για όλους τους άνδρες που δεν είχαν ταίρι στη Δύση. Ενας προτεστάντης πάστορας έγραψε: «Οντας μόνοι τους, οι άνδρες εκφυλλίζονται σύντομα, γίνονται τραχείς, λέτσοι, σκληροί, γενικά αποκτούν ζωώδη συμπεριφορά». Είχε δίκιο. Και φανταστείτε ότι αυτοί οι άνδρες ήταν λευκοί και Αμερικανοί πολίτες! Αλλά λίγο τους ενδιέφεραν τα όρια και οι υποχρεώσεις που έπρεπε να έχει ένα Αμερικανός πολίτης.
Ενας μεταρρυθμιστής στο θέμα της ηθικής από τη Montana ανέφερε σχετικά με τη ζωή σε μια πόλη κοντά σε μεταλλεία: «Οι άνδρες που δεν υπολογίζουν τους νομικούς περιορισμούς, αδιαφορούν για την κοινή γνώμη και απαλλαγμένοι από οικογενειακές υποχρεώσεις, πίνουν όποτε θέλουν, όποτε έχουν χρήματα για να πληρώσουν το ποτό, ή όποτε δεν έχουν τι άλλο να κάνουν. Οι κακοί τρόποι ακολουθούν, η ανηθικότητα έρχεται ως φυσική εξέλιξη. Το ρούμι ενισχύει την τάση για αψιθυμία και νευρικότητα και για να ξεκαθαριστεί αυτή η κατάσταση τον λόγο παίρνουν τα πιστόλια».
Σε αυτήν την πόλη στο Leadville του Colorado, το 1879 λειτουργούσαν 120 σαλούν, 19 μπυραρίες, 188 καταστήματα τζόγου και μόνον 4 εκκλησίες.Σε αυτόν τον κόσμο, λεγεώνες περπατημένων γυναικών κατάλαβαν το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Ενα αμερικάνικο τμήμα μελετών το 1916 ανακοίνωσε ότι οι γυναίκες που εργάζονταν σε νόμιμα επαγγέλματα (πολυκαταστήματα και στην ελαφρά κατασκευή) αμείβονταν με $6,67, χρήματα τα οποία εξασφάλιζαν ένα ανεκτό βιοτικό επίπεδο για την εποχή.
Σε τέτοιες εργασίες η δουλειές ήταν λίγες και καθώς στο μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας απαγορευόταν η γυναικεία εργασία, ο αριθμός των προσφερόμενων θέσεων εργασίας στη βιομηχανία ήταν μεγάλος. Αυτή η πλειονότητα θέσεων εργασίας έσπρωξε τους μισθούς προς τα κάτω, εν αντιθέσει με τις γυναίκες που ασχολήθηκαν με την πορνεία, οι οποίες βρήκαν μία μεγάλη αγορά για να ασκήσουν την εργασία τους.
Η ζήτηση ήταν τεράστια και σταθερή, ειδικά στη Δύση και η ομάδα των εργαζόμενων γυναικών κρατήθηκε σχετικά μικρή εξ’ αιτίας του γεγονότος ότι πολλές γυναίκες φοβούνταν να αποκτήσουν το στίγμα της πόρνης. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ruth Rosen, ο οποίος καινοτόμησε με την κοινωνική ιστορία της πορνείας στις Ηνωμένες Πολιτείες, «Η μέση εργαζόμενη σε πορνείο ή στον δρόμο (οι χαμηλότερες βαθμίδες στο επάγγελμα) αμείβονταν από ένα έως πέντε δολλάρια για μία συνεύρεση, κερδίζοντας μέσα σε ένα βράδυ, όσα άλλες εργαζόμενες γυναίκες έβγαζαν σε μία βδομάδα». Το 1916 οι πόρνες, όπως αναφέρεται, έβγαζαν βδομαδιάτικο από $30 έως $50, τη στιγμή που ένας άνδρας εργαζόμενος στο εμπόριο κέρδιζε κατά μέσο όρο $20 την εβδομάδα.
Στη μελέτη τους για τη Virginia City, της Nevada, οι George M. Blackburn και Sherman L. Ricards αναφέρουν ότι οι πόρνες εκείνης της πόλης το 1860, ήταν κατά μέσον όρο μεγαλύτερες σε ηλικία από το στερεότυπο των νέων και λευκών «σκλάβων γυναικών» στις δυτικές πολιτείες του Colorado, του Idaho, και της Nevada. «Από τα στοιχεία για τις πόρνες προκύπτει ότι ήταν αρκετά μεγάλες ώστε συμπεριφέρονται βάσει της φύσης της εργασίας τους, ενώ θα μπορούσαν ήδη να έχουν παντρευτεί αν το επιθυμούσαν επιλέγοντας από ένα σύνολο διαφορετικών χαρακτήρων ανδρών.
Εξ’ αυτού συμπεραίνεται ότι ήταν γυναίκες προσηλωμένες σε έναν στόχο, να βγάλουν αρκετά χρήματα». Υστερα από ένα διάστημα εργασίας ως οικιακή βοηθός, με μισθό $3 την εβδομάδα, μια Μεξικάνα άφησε τη δουλειά της και όπως λέει, «αποφάσισα να γίνω πουτάνα για να βγάλω περισσότερα χρήματα». Οπως έλεγε αργότερα, «Μου πήρε αρκετό καιρό μέχρι να συνηθίσω ότι οι άνδρες άγγιζαν ερωτικά το κορμί μου, αλλά όλες αυτές οι αναστολές εξαφανίστηκαν όταν είδα ότι το κομπόδεμα που είχα στην άκρη, διαρκώς αυξανόταν».
Ακόμα και στις πιο σφιχτές αγορές της Ανατολής οι πόρνες ήταν εξαιρετικά καλοπληρωμένες. Στη Νέα Υόρκη, σύμφωνα με τον ιστορικό Timothy Gilfoyle, «άκμασε μία πλούσια τάξη πορνών, κυρίως μετανάστριες. Οι χαμηλοί μισθοί στα εργοστάσια αλλά και στα σπίτια για τις οικιακές βοηθούς, έκαναν τις πόρνες τις πιο καλά πληρωμένες εργάτριες στην πόλη τον 19ο αιώνα». Σε μελέτες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στη Νέα Υόρκη μεταξύ 1900 και 1910, το 11% από τις πόρνες ανέφερε ως λόγο που μπήκαν στο επάγγελμα τον εξαναγκασμό, αλλά το 28% ανέφερε ότι έγιναν πόρνες ωθούμενες από τα χρήματα τα οποία θα μπορούσαν να κερδίσουν.
Τα μέλη της επιτροπής Ηθών του Chicago, τα μέλη της οποίας μάχονταν την πορνεία, ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με τη σκληρή αλήθεια, δεχόμενοι μία πικρή ερώτηση: «Σας προκαλεί απορία το γεγονός ότι ένα κορίτσι το οποίο κάνει χειρωνακτική εργασία και παίρνει μόλις $6 την εβδομάδα, μαθαίνει ότι μπορεί να πουλήσει το κορμί της για $25 την εβδομάδα και ότι όχι μόνο υπάρχει μεγάλη ζήτηση, αλλά οι άνδρες είναι πρόθυμοι να πληρώσουν τα χρήματα αυτά;».
Μία πόρνη από το Chicago, η οποία υποστήριζε την οικογένειά της με τα χρήματα που έβγαζε, δήλωσε σε μία συνέντευξη: «Πιστεύετε ότι μπορώ να γυρίσω πίσω και να κερδίζω $6 την εβδομάδα δουλεύοντας στα εργοστάσια και να μην μπορώ να ξοδέψω ούτε ένα σεντ για τον εαυτό μου, όταν αυτά τα χρήματα μπορώ να τα βγάλω σε ένα βράδυ και πολλές φορές ακόμα περισσότερα;». Ο ιστορικός Ruth Rosen άκουσε τις περισσότερες πόρνες να του λένε ότι η εργασία τους ήταν πιο εύκολη και λιγότερο καταπιεστική, από άλλες που θα μπορούσαν να έχουν επιλέξει για να ζήσουν.
Οι πόρνες ήταν οι πρώτες γυναίκες που απελευθερώθηκαν από αυτό που οι σύγχρονες Αμερικανίδες φεμινίστριες ονομάζουν γυναικεία δουλεία. Η Charlotte Perkins Gilman, μία από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του φεμινισμού και διανοούμενη στις αρχές του 20ου αιώνα, παρατήρησε ότι μόνο στο ανθρώπινο είδος υπάρχει σχέση σεξουαλικής ζωής και οικονομικής εξάρτησης. Δεδομένου ότι οι μισθοί στα αξιοσέβαστα επαγγέλματα ήταν πολύ χαμηλοί, ο μόνος κοινωνικά εγκεκριμένος τρόπος για να αποκτήσει μία γυναίκα δικαίωμα στον πλούτο, ήταν να παντρευτεί έναν πλούσιο σύζυγο.
Και καθώς οι πολιτείες κατά τον 19ο αιώνα δεν χορήγησαν κανένα περιουσιακό δικαίωμα στις γυναίκες, ακόμα και αυτές που καλοπαντρευόντουσαν δεν όριζαν κανένα περιουσιακό στοιχείο. Αλλά οι γυναίκες που επέλεξαν τον… κακό δρόμο μπορούσαν να ζουν καλά μόνες τους. Οι πόρνες οι οποίες ανέβηκαν στην κορυφή της βιομηχανίας του επαγγέλματος έγιναν Μαντάμ και κατέκτησαν πλούτο περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην πραγματικότητα, συμπεριλαμβάνονταν στους πλουσιότερους ανθρώπους της χώρας και ειδικά στη Δύση. Η «Diamond Jessie» Hayman άρχισε να δουλεύει σαν πόρνη στους λόφους της Sierra Nevada, όπου υπήρχαν μεταλλεία χρυσού για να εξελιχθεί ως μία από τις πιο επιτυχημένες πόρνες στην ιστορία της πόλης.
Το τριώροφο μπουδέρλο της στην περιοχή Tenderloin του San Francisco είχε τρία τζάκια, ένα σαλούν, ένα κελάρι γεμάτο σαμπάνιες και δεκαπέντε σουίτες οι οποίες ήταν επιπλωμένες με ακριβά έπιπλα. Παρείχε σε κάθε ένα από τα κορίτσια της μια γκαρνταρόμπα αξίας $6,000 η οποία περιελάμβανε ένα γούνινο παλτό από δέρμα αλεπούς, τέσσερα κοστούμια ραμμένα στα μέτρα τους, οκτώ καπέλα, δύο παλτά, δώδεκα ζευγάρια παπούτσια, δώδεκα ζευγάρια γάντια, επτά βραδινές τουαλέτες και επτά νεγκλιζέ.
Η Hayman κέρδιζε αρκετά χρήματα από τη δουλειά της για να αγοράζει εκτάσεις γης στην πόλη της. Μετά το σεισμό του 1906 ο οποίος κατέστρεψε το San Francisco, η Hayman και άλλες μαντάμ προσέφεραν φαγητό και ρούχα στους χιλιάδες άστεγους. Πέθανε το 1923 και άφησε πίσω της ακίνητη περιουσία αξίας.
Η Jennie Rogers, η «Βασίλισσα του Υποκόσμου του Colorado», είχε στην ιδιοκτησία της αρκετά πολυτελή μπουρδέλα στο Denver τα οποία διέθεταν καθρέγτες από το ταβάνι ως το πάτωμα, κρυστάλλινους πολυέλαιους, ασιατικές κουβέρτες, μαρμάρινα τραπέζια και μεγάλα πιάνα. Η Rogers παρείχε στις πόρνες της προσωπικούς κομμωτές και ενδυματολόγους, για να είναι σίγουρη ότι είχε τις πιο κομψές γυναίκες του κόσμου.
Τα κέρδη της ήταν τόσο μεγάλα, ώστε μπορούσε να αγοράζει μεγάλες εκτάσεις γης από τα φιλέτα του Denver, όπως και μετοχές σε ένα αρδευτικό έργο και σε ένα πρότζεκτ δεξαμενών, τα οποία όχι μόνο προμήθευαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης με νερό, αλλά της απέφεραν και μεγάλα κέρδη. Η μεγάλη ανταγωνίστρια της Rogers ήταν η Mattie Silks, η οποία αναδείχθηκε από τις τάξεις των πορνών του δρόμου της Abilene, στο Texas, και του Dodge City, στο Kansas και έγινε ιδιοκτήτρια μπουρδέλου σε ηλικία 19 ετών. Λίγο μετά αφ’ ότου έφτασε στο Denver το 1876, αγόρασε ένα τριώροφο μέγαρο με 27 δωμάτια και το επίπλωσε με τα καλύτερα έπιπλα που κυκλοφορούσαν στην αγορά.
Η Silks υποδεχόταν τους πελάτες στο μπουρδέλο της με μία συμφωνική ορχήστρα η οποία βρισκόταν στην κύρια αίθουσα. Σύντομα η Silks άνοιξε άλλα τρία μπουρδέλα και αγόρασε μία φάρμα με άλογα για κούρσες. Μετά την απόσυρσή της από το επάγγελμα, δήλωσε σε μία εφημερίδα: «Μπήκα μέσα σε αυτή τη ζωή για επιχειρηματικούς λόγους.
Ηταν ένας τρόπος για να βγάλει χρήματα μία γυναίκα εκείνη την εποχή και εγώ έβγαλα. Θυμάμαι τον εαυτό μου εκείνη την εποχή και τον συγκρίνω με τον τωρινό που είμαι επιχειρηματίας. Τα κορίτσια μου, τα οποία ήταν οι ακριβότερα πληρωμένες γυναίκες στην Αμερική, ήρθαν κοντά μου για τον ίδιο σκοπό. Γιατί υπήρχαν λεφτά για όλες μας σ’ αυτή τη δουλειά».Αλλες μαντάμ ήταν κυρίαρχα πρόσωπα σε πολλές περιοχές της Δύσης.
Η Eleanora Dumont αγόρασε γη σε πόλεις με μεταλλεία χρυσού και ασημιού στα Rockies και τη Sierra Nevada, όπου ίδρυσε κερδοφόρα μπουρδέλα, σαλούν και καταστήματα τζόγου. Η Josephine «Chicago Joe» Airey χρησιμοποίησε τα κέρδη της για να αγοράσει ένα σημαντικό μέρος της Helena, εταιρείας real estate στην Montana's, στις δεκαετίες του 1870 και του1880. Η Lou Graham δεν ήταν μόνο η προεξέχουσα μαντάμ του Seattle, αλλά και μία από τους πιο πλούσιους κατοίκους της. Η Graham έφτασε στο Seattle το 1888 και σύντομα άνοιξε ένα άψογα εξοπλισμένο μπουρδέλο στην περιοχή Pioneer Square.
Για να διαφημίσει την επιχείρησή της παρήλαυνε σε άμαξες με τα κορίτσια της στους δρόμους των πόλεων. Η Graham επένδυσε τα πάντα στο χρηματιστήριο και στο real estate και έγινε, σύμφωνα με τους ιστορικούς, «η μεγαλύτερη κτηματίας στην περιοχή του Νοτιοδυτικού Ειρηνικού». Η «Βασίλισσα των Lava Beds», επίσης, ξόδεψε τεράστια ποσά για να καθιερώσει ένα σχολικό σύστημα στο Seattle και έσωσε πολλές από τις οικογένειες της άρχουσας τάξης από την πτώχευση μετά τον πανικό του 1893.
Η Anna Wilson, η «Βασίλισσα του υποκόσμου της Omaha», είχε στην ιδιοκτησία της ένα αξιόλογο κομμάτι από το real estate της πόλης. Προς το τέλος της ζωής της δώρισε στην πόλη το 25 δωματίων μέγαρό της, το οποίο αποτέλεσε το πρώτο νοσοκομείο επειγόντων περιστατικών της πόλης και ένα κέντρο ανακοίνωσης επιδημιών.Πάντως υπήρξαν και μαύρες οι οποίες απέκτησαν δύναμη και πλούτη τον 19ο αιώνα στην Αμερική, όπως η Mary Ellen «Mammy» Pleasant και η Sarah B. «Babe» Connors.
Η Pleasant γεννήθηκε σκλάβος αλλά έγινε μία από τις πιο φημισμένες γυναίκες στο San Francisco. Ιδρυσε τα «οικοτροφεία», όπου πλούσιοι επιχειρηματίες ζευγάρωναν με πόρνες. Με τα εισοδήματα από τις δραστηριότητές της επένδυσε σε αποθέματα μετάλλων και έδινε δάνεια με υψηλά επιτόκια στην ελίτ του San Francisco. Η Pleasant επίσης σταμάτησε τον διαχωρισμό των επιβατών σε λευκούς και μαύρους στα δημόσια αυτοκίνητα και έγινε η «Μητέρα της κίνησης για τα ανθρώπινα δικαιώματα» στην California.
Τα μπουρδέλα της Connors στο St. Louis ήταν μεταξύ των πλέον διάσημων στα Μεσοδυτικά. Γνωστά ως «the Castl» και «the Palace», είχαν πολυτελή χαλιά, ταπετσαρίες, έργα τέχνης και κρυστάλλινους πολυέλαιους. Η αίθουσα υποδοχής του «the Palace» ήταν φημισμένη για το πάτωμά της, το οποίο ήταν φτιαγμένο αποκλειστικά από καθρέφτες. Η Connors πάντοτε παρουσιαζόταν με σειρές διαμαντιών στο κορμί της και στα δόντια της ενσωμάτωνε χρυσό και διαμάντια. Πολλά από τα πλέον διάσημα κομμάτια της μουσικής που αποτέλεσε τον πρόδρομο της τζαζ, συνέθεσε η Letitia Lulu Agatha «Mama Lou» Fontaine, η οποία έδινε παραστάσεις στα μπουρδέλα της Connors.Οι υψηλές Μαντάμ δεν ήταν οι μόνες πόρνες οι οποίες απέκτησαν πλούτο.
Ενας μεταρρυθμιστής στη Virginia City της Nevada, σημείωνε με περιφρόνηση ότι οι τοπικές πόρνες ήταν πάντοτε ντυμένες πλούσια. Οι ιστορικοί Blackburn και Ricards συμπέραναν ότι ενώ οι πόρνες στη Virginia δεν ήταν οι πλουσιότερες από τους κατοίκους, «μάζεψαν περισσότερο πλούτο απ’ ότι οι πελάτες τους. Επιπροσθέτως, συγκρινόμενες με τις άλλες γυναίκες της πόλης, οι λευκές πόρνες ήταν ευκατάστατες. Αυτό συνέβαινε καθώς οι παντρεμένες και οι πολύ λίγες ανύπαντρες δεν είχαν καθόλου χρήματα.
Εάν οι πόρνες ήρθαν στη Δύση για να συναγωνιστούν οικονομικά τις άλλες γυναίκες, τότε το πέτυχαν απόλυτα». Μερικές μαντάμ κακομεταχειριζόντουσαν τα κορίτσια τους, ενώ κάποιες άλλες τα κρατούσαν ως όμηρους και τις εξανάγκαζαν να αποπληρώσουν την ομηρία τους προφέροντας εργασία.
Αλλά αυτές οι ιδιοκτήτριες μπουρδέλων κατέληγαν στην αποτυχία. Για να προσελκύσουν γυναίκες στις πόλεις της Δύσης όπου υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός και όπου υπήρχαν πολλά μπουρδέλα στις συνοικίες με τα κόκκινα φωτάκια, οι περισσότερες μαντάμ δεν τους πλήρωναν μόνο υψηλότερους μισθούς από όλα τα άλλα επαγγέλματα, αλλά τους προσέφεραν δωρεάν προστασία από ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, ιατρική περίθαλψη, νομική βοήθεια, στέγη και γεύματα. Λίγοι Αμερικάνοι εργάτες και από τα δύο φύλα απολάμβαναν παροχές εκείνη την εποχή.
πηγή : www.erotorama.com
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου